- αμεμψίμοιρος
- -η, -οαυτός που δεν παραπονιέται για τη μοίρα του: Άνθρωπος αμεμψίμοιρος όπως ήταν, αντιμετώπιζε τις ατυχίες καρτερικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμεμψίμοιρος — ἀμεμψίμοιρος, ον (Α) [μεμψίμοιρος] αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός … Dictionary of Greek
ἀμεμψίμοιρος — not complaining of one s lot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεμψίμοιρον — ἀμεμψίμοιρος not complaining of one s lot masc/fem acc sg ἀμεμψίμοιρος not complaining of one s lot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek